στέμμασιν

στέμμασιν
στέμμα
wreath
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενδυτός — ή (AM ἐνδυτός, όν) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης αρχ. 1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα 2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» σκεπασμένος με στεφάνια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν α) εσθήτα β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιούστος — I (1ος αι. μ.Χ.).Ιουδαίος ιστορικός. Έγραψε μια αντικειμενική εξιστόρηση του πολέμου των Ρωμαίων εναντίον των επαναστατημένων Ιουδαίων. Το έργο του, με τίτλο Περί Ιουδαίων βασιλέων εν τοις στέμμασιν, δεν διασώθηκε. II Όνομα αγίων της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • АНДРЕЙ ПИР — [греч. ὁ Πηρός Калека или ὁ Τυφλός Слепец], визант. гимнограф и мелод. Автор самогласных стихир и канонов (сохранились только ирмосы). Время жизни А. П. исследователи определяли по разному от сер. V до XI в. Самую раннюю датировку предлагал Г.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”